6.12.07

Στην πόλη του Homo Faber

Κώστας Μαυρουδής, από τη Στενογραφία:

«Νομίζαμε πως μας κουνά η αιώρα μιας αιώνιας εξοχής, ενώ λικνιζόμαστε ανύποπτοι μέσα στο σαθρό δίχτυ του χρόνου»

Και μ’ αυτό αποχωρώ για τριήμερο στην πόλη του Μαξ Φρις πρωτίστως και του Ντίρενματ δευτερευόντως. Παίρνω μαζί Ουελμπέκ και ουχί αυτό, πάροτι το απέκτησα μετά κόπων και βασάνων μεταχειρισμένο και θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κεφάτη ατμόσφαιρα στα παρακείμενα καθίσματα.

5.12.07

Το γέρασμα


(που θα ΄λεγε κι ο Σβέβο) ή τα προεόρτια αυτού.

Το βιβλίο το έχω μέσα στα μάτια μου. Είναι πράσινο, έχει σκίτσα ζώων στο εξώφυλλο, ο εκδοτικός οίκος είναι είτε Σύγχρονη Εποχή ή Κέδρος, κάτι αριστερών αποχρώσεων πάντως. Έχει χρονογραφήματα-ιστορίες με ζώα. Κόβω το κεφάλι μου ότι ο συγγραφέας είναι Τούρκος, Αζίζ Νεσίν ή (κι αυτό θα ήταν έκπληξη) Ναζίμ Χικμέτ. Αλλά δεν είναι, και κάπου εδώ περνάω στη ζώνη του λυκόφωτος, διότι ούτε η biblionet ούτε κανείς συμφωνεί και μού το λένε κατάμουτρα.

Προς τι η πρώτη παράγραφος? Ο Ρίκος έχει μια συνήθεια που μού θυμίζει έντονα μια ιστορία που μού είχε καρφωθεί από τότε. Όταν τα μικρά κουταβάκια απομακρύνονται από τη μαμά τους δυσκολεύονται πολύ να κοιμηθούν μόνα τους. Μια συμβουλή που πρότεινε ιστορία από το βιβλίο ήταν το τύλιγμα ενός ρολογιού με έντονο τικ-τακ μέσα σε πανιά. Εν συνεχεία το τοποθετεί κανείς στο καλαθάκι και το κουτάβι κοιμάται μαζί του, ο ρυθμικός ήχος του θυμίζει την καρδιά της μάνας του και το ηρεμεί.

Ο Ρίκος πριν κοιμηθεί μαζεύει τα ρολόγια του στο κρεβάτι και μόνο όταν τα έχει τον παίρνει ο ύπνος. Δεν καλύπτουν την ίδια ανάγκη όπως στα σκυλάκια, αλλά στην παρούσα φάση καλύπτουν κάτι εξίσου βαθύ.

4.12.07

Ο δικός μου Άντονυ Μπουρνταίν


(για τη Μαρία, που ξέρω ότι θα διαφωνήσει και τη Νερίνα που την απασχολούν αυτά-νομίζω)

Τέλειωσα χτες το «Μύχιο θάνατο», της Μαρί Ντε Ενεζέλ, ψυχολόγου, υπέρμαχου της παρηγορητικής αγωγής, εργαζόμενης για χρόνια σε κλινικές πόνου-κλινικές στις οποίες νοσηλεύονται άνθρωποι για τους οποίους δεν είναι πλέον εφικτή η ίαση αλλά η αξιοπρεπής και ανώδυνη κατάληξη.

Αποσπάσματα, το πρώτο από τον πρόλογο του Μιττεράν, που θεσμοθέτησε τις κλινικές πόνου και τον οποίο συνόδευσε στις τελευταίες του στιγμές η Ντε Ενεζέλ:

«Πιθανώς οι αναφορές στο θάνατο να μην ήταν ποτέ τόσο φτωχές όσο τώρα, που οι άνθρωποι, πιεσμένοι να υπάρξουν, φαίνεται πως αποφεύγουν το μυστήριο».

«[…]το άγχος που διακατέχει τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, γιατί ο θάνατος δεν απασχολεί τη σκέψη και τη συνείδησή του»

«Έχει σχηματίσει μια εικόνα μάλλον τραυματική για τον ‘ετοιμοθάνατο’. Ένας ‘ετοιμοθάνατος’ μπορεί να ζήσει τις τελευταίες του μέρες ήρεμα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του χωρίς σημάδια πόνου?»

Μιλάει για νοσηλευτές που αγγίζουν, για γιατρούς που συνειδητοποιούν ότι η αρρώστια είναι ο εχθρός και όχι ο θάνατος, μια ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει με όλη τη δυνατή αγάπη τον ετοιμοθάνατο. Ονειρικό να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.

Εμείς πάλι χτες μεγαλουργήσαμε στην κουζίνα, μαφινάκια (τα χέρια μας είναι πλυμένα, Μαριλένα της απολύμανσης σε προλαβαίνω!). Πιάσαμε βούτυρα, αλεύρια, το αυγό δεν τολμήσαμε να σκάσουμε με το χέρι, πολύ καιρό διάβαζα τη συμβουλή «μαγειρέψτε με το τέκνο» αλλά πρώτη φορά το τέκνο επείσθη. (Ίσως επειδή του έδειξα τον Άντονυ-έτσι θα γίνεις αν μάθεις να μαγειρεύεις).

Μετά τρύπησε το θερμοσίφωνο και η μανούλα χάρηκε σφουγγάρισμα.

3.12.07

Πάμε πάλι τον ίδιο σκοπό


Τέρμα τα κοσμικά και τα «κάπου πήγα κάτι είδα». Είναι Δευτέρα, εργαζόμεθα (είναι απόλαυση να το λες με την προοπτική της άδειας Πέμπτης-Παρασκευής) και επιστρέφουμε στη γνώριμη θεματολογία.

Από τον καιρό που ο Ρίκος ξαναξεκίνησε απογευματινά μαθήματα η μήτηρ ξεχύνεται τουλάχιστον άπαξ εβδομαδιαίως για ψώνια. Ψώνια ως γνωστόν ίσον βιβλία και πλην των δικών μου, ψάχνω πολλά και διάφορα για προγραφή (διότι για ανάγνωση δουλεύουμε κυρίως τα ταμπελάκια με τις λέξεις). Το τελευταίο απόκτημα είναι ένα βιβλίο ιχνηλασίας (αυτό διαβάζω, αυτό μαρτυρώ, αυτό φωτογράφισα). Αγοράσαμε αριθμούς και γράμματα, περιέργως το βρίσκει συναρπαστικό να γράφει μέσα στο «χνάρι» και του αρέσει και σαν ανεξάρτητη εργασία.

Στην ανάγνωση (εκτός από τα ονόματά μας) βάλαμε ακόμα τα «χαρτιά» (είναι το αγαπημένο UNO) και το «μάθημα». Δεν νομίζω ότι του έχει εντυπωθεί ολόκληρη η λέξη, αλλά επειδή μπαίνουν στο πρόγραμμα και τις συζητάμε, παρατηρεί το πρώτο γράμμα και μαντεύει τι λέει. Ελπίζω ότι αυτό είναι το πρώτο βήμα.

Έχει αρχίσει να πιάνει το «γιατί». Κάνουμε τις κάρτες cause and effect, το δουλεύει ταυτόχρονα με τη δασκάλα σπίτι κι έχει ξεφύγει κάπως από το αστείο που έκανε, να απαντάει στην ερώτηση απλώς αφαιρώντας το γιατί: «Γιατί δεν πάμε στη Βεϊκου?», «Γιατί δεν πάμε στη Βεϊκου». Πάνω που το είχαμε συνηθίσει και εντάξει στο δικό μας πρόγραμμα όλοι, «Αργύρη, γιατί δεν έφτιαξες την τσάντα σου», «Γιατί δεν έφτιαξα την τσάντα μου!», «Γιατί δε μου σιδέρωσες το πουκάμισο?», «Γιατί δεν το σιδέρωσα!».