Το 2002 και το 2003 ήταν οι χρονιές που φάγαμε τα Παίδων με το κουτάλι, πρέπει να νοσηλεύτηκε συνολικά ο Θόδωρος 2 μήνες.
Μια συνηθισμένη νοσηλεία ξεκινούσε ως εξής: ο Θόδωρος μελάνιαζε, λιποθυμούσε, το 166 έσπευδε πάραυτα, κάνα δυο φορές είχε έρθει και η γιατρός με μηχανή εκτός από το νοσοκομειακό. Το θέμα διακομιδή ήταν λυμένο και με το παραπάνω λοιπόν. Βέβαια, πηγαίνοντας εκεί συναντούσαμε τα γνωστά, γιατρούς που είχαν κλείσει 30 ώρες συνεχόμενες δουλειά, τις αίθουσες νοσηλείας-στρατώνες, τη δυσπιστία των γιατρών που έμοιαζε να μην έχουν ξαναδεί ατονικές κρίσεις και πάσχιζαν να αποδώσουν στην καρδιά τις λιποθυμίες-κάνα δυο φορές με ανέκρινε αυστηρά και μια γιατρός μήπως αφήνω το μικρό χωρίς επίβλεψη και έχει καταπιεί τίποτα, εκεί φοβήθηκα κι εγώ και ζήτησα κι εγώ ακτινογραφία στον πνεύμονα.
Εντατικές, μικροβιαιμίες, κάποια στιγμή φεύγαμε ανακουφισμένοι, αλλά νιώθοντας ότι όλο αυτό το ανοργάνωτο τερατώδες σύστημα καταφέρνει και δουλεύει μόνο χάρη στους γιατρούς και μόνο επειδή πρόκειται για παιδιά.
Στη συνέχεια πήγαμε στο Παρίσι και νιώσαμε πως ήμαστε το Κάιρο της Ευρώπης.
Μετά τους Ολυμπιακούς μου έλεγαν ότι τα πράγματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά στα Παίδων.
Πού θέλω να καταλήξω: διαβάζω ξανά για παιδάκι που πεθαίνει σε επαρχιακό νοσοκομείο και δεν μπορώ παρά να φοβάμαι ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο άσχημα απ’ ότι υποψιαζόμαστε και οι θάνατοι παιδιών λόγω ελλείψεων βγαίνουν από την κατηγορία των αδιανόητων συμβάντων και καταχωρούνται ως παράπλευρες απώλειες της κρίσης.