Πρωί πρωί μου ρίχνουν ένα μπερντάχι οι αλβανοί γείτονες, οπότε λέμε να περάσουμε τη μέρα μας στο αυτόφωρο-διότι κ εκείνοι κάτι πρέπει να πουν κι αποφασίζουν να πουν ότι τους έβρισα.
Φωτο να φοράω χειροπέδες δεν υπάρχει, μού το πρότεινε ο σύζυξ για να το μπλογκάρω, αλλά εκείνη την ώρα ούτε εγώ είχα τόσα κέφια. Κρατητήριο, και τα περίφημα mug shots εν συνεχεία-εμένα καθότι κυριούλα με το φόρεμα σε γραμμή A και το δεκάποντο τακούνι με είχαν και περίμενα εκτός. Μέσα υπήρχαν χιλιάδες δόλιοι λαθρομετανάστες, ναρκομανείς κι ένας απίθανος τύπος που όταν τον ρωτήσανε πώς και γιατί, είπε το αμίμητο: «τον συναντάω και κρατούσε ένα πιστόλι κι ένα μαχαίρι και με απειλούσε, ξαφνικά κάνει μια και χώνει το μαχαίρι (του) στο πρόσωπό του».
(απίστευτη η κατάσταση των λαθρομεταναστών, όλοι αυτοί οι τύπου καρατζαφέρη έχουν δει ποτέ τους ανθρώπους αυτούς πριν υστεριάσουν και ουρλιάξουν εναντίον τους?). Καθώς ζούσα τις μεγαλειώδεις στιγμές να μου βγαζουν τις χειροπέδες για να πάω όπου κι οι βασιλείς πάνε μόνοι (αλλά ήξερα ότι όπως κι αν γίνει το βράδυ θα είμαι σπίτι μου), ήμουν ανάμεσα σε όλους αυτούς που πάλι θα γύριζαν σε ένα κρατητήριο περιμένοντας την απέλαση-σκατοζωή.
Την Τετάρτη ορίστηκε η δικάσιμος, περιμένω όλο το φιλοθεάμον στα δικαστήρια ίνα με στηρίξει.
Προκειμένου να μού φτιαξει λίγο η διάθεση πήρα το Ρίκο και πήγαμε στην Πολιτεία, εν συνεχεία περιστέρια και γλυκό στο αθηναϊκό.
Έχασα το κινητό μου-οπότε στείλτε μου σιγά σιγά τα κινητά σας- και το κέφι μου για πολλές ώρες, βρήκα εκεί στο πάρκο δυο ζευγάριο κλειδιά κι ένα δίλεπτο. Τάο, που θα ‘λεγα κι εγώ η αδαής.