
Όπου ξεκινάει με μια δήλωση: και ως παιδί και τώρα μήτηρ ούσα μου αρέσουν τα παραμύθια στις πιο ωμές εκδοχές τους, αλλά κι αυτά που έχουν ικανή δόση βίας. Τα 2 άμυαλα γουρουνάκια φαγωμένα, ο γιος που πάει στην καλή του την καρδιά της μάνας του, ο Πετροτσουλούφης με τα παιδάκια που παρακούν στις γονικές συμβουλές και καταλήγουν ακρωτηριασμένα ή βουναλάκια στάχτης κλπ. Ούτε λόγος ότι δε συμπαθώ εναλλακτικές βερσιόν με χορτοφάγους λύκους.
Ως συνήθως όμως με τα τέκνα δε βγάζεις άκρη. Προσπαθούμε λίγο με το Ρίκο να κάνουμε «φανταστικό παιχνίδι». Τα «τρία γουρουνάκια» τα ξέρει απέξω, οπότε με τα κουκλάκια, τα σπιτάκια και το λύκο επιχειρούμε ένα παιχνίδι ρόλων. Του δίνω τον πιο αβανταδόρικο ρόλο, αυτό του λύκου, καθώς έχει και το φύσημα, ξεφύσημα κι αρχίζει η προσπάθεια.
Υποβολέας: (είσαι ο λύκος, τι θα πεις στο γουρουνάκι?)
Ρίκος: Γεια σου, γουρουνάκι.
Μαμά-γρούνα: Γεια σου λύκε, τι θέλεις?
Υποβολέας: (άνοιξε μου, γουρουνάκι!)
Μέχρι εδώ ήτανε. Ο λύκος χαζεύει, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου, το μόνο που κάνει είναι να χοροπηδάει πάνω κάτω, γιατί μ’ αυτή την κίνηση ξεκολλάει το κουκλάκι από το ραβδάκι με το μαγνήτη κι εκτοξεύεται-(τα κουκλάκια έχουν στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους μαγνήτη, όπως και τα μικρά ραβδάκια κι έτσι κινούνται). Τι να κάνουν και τα έρμα τα γουρουνάκια τόσες ώρες στην κουίντα, βγαίνουν από τα σπιτάκια κι αδερφωμένα λύκος και χοίροι χοροπηδούν στο ρυθμό του I don’t want to be in love-πολύ ανεβαστικό τραγούδι μπάι δε γουέι.