Οπότε στο δρόμο ξεκινάει το γνωστό τρυκ, λέγε λέγε το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει (σαφές ποιος είναι ποιος).
Ρίκος: Θα πάρω καραμέλες?
Εγώ: Ναι.
Ρ: Πόσα χαρτάκια?
Ε: Ένα.
Ρ: Γιατί θα πάρω ένα?
Ε: Γιατί στο σπίτι κλπ κλπ.
Ρ: Να πάρω δυο? Πάντα δυο παίρνω!
Ε: Όχι, δε θα πάρεις δυο, γιατί (ιδέ άνω λούπα).
(για ρεαλιστική αίσθηση του συμβάντος και οικονομία χώρου ξαναδιαβάστε τον παραπάνω διάλογο 5-7 φορές). Και συνεχίζουμε.
Εγώ: Κοίτα, αν μου ξαναπείς να «πάρω δυο», δε θα πάρεις καμία.
Ρ: Να σου πω αν θα πάρω καραμέλες?
Ε: Αν ξαναπείς τη λέξη καραμέλες γυρνάμε τώρα και πάμε σπίτι (εδώ σταματάω, κάνω και μια επιτόπου στροφή για έμφαση).
Φτάνουμε στο σούπερ μάρκετ, κάνει το αναπόφευκτο σκετσάκι μπροστά στις καραμέλες, όπου καθισμένος κάτω ολολύζει (σχετικά χαμηλόφωνα μην υπερβάλλω) «δεν μπορώ να πάρω μία, πάντα παίρνω δυο, πρέπει να πάρω δυο». Η μανούλα ζεν περιμένει υπομονετικά και το πιο ηλίθιο της υπόθεσης είναι ότι σε κάτι τέτοιες φάσεις σκάει μύτη μια βλακώδης αίσθηση περηφάνιας του στυλ «το έχω, το έχω, το ελέγχω». Εν συνεχεία ο νέος σηκώνεται, μαζεύει τα (συμφωνηθέντα) ψώνια και αποχωρούμε.
Παρατήρηση: μπορεί στο σούπερ μάρκετ να δείχνω ολύμπια ηρεμία, αλλά αργότερα καθώς γυρνάμε από τον πεζόδρομο υπάρχει κάτι που μπορεί να με εκτοξεύσει. Παρότι πεζόδρομος, το σύνηθες είναι να περνάνε αυτοκίνητα τα οποία κιόλας απαιτούν να τσακιστούμε να πάμε στην άκρη. Είναι θέμα χρόνου να ραγίσω κανένα παρμπρίζ με το μεταλλικό κουτάκι του ΝΟΥΝΟΥ-αν κι έχω την υποψία ότι τα φτιάχνουν γερά τα κρύσταλλα.