(κατόπιν πρόσκλησης του Αθήναιου)
Ως άλλος Πολύδωρας δηλώνω εξαρχής ότι ιδιαίτερες σχέσεις με την ποίηση δεν υφίστανται. Λίγος Robert Frost-που είναι εφφετζίδικος-, εκείνο το ποίημα στο ξεκίνημα της «Εκλογής της Σόφι»-δε θυμάμαι κιόλας αν είναι του Στάιρον. Γι’ αυτήν την ανικανότητα να διαβάσω ποίηση και να «σπάσει την παγωμένη θάλασσα μέσα μου» είτε ελαττωματικά γονίδια φταίνε είτε η αφόρητη πεζότητα χαρακτήρα.
Αλλά υπάρχουν ευτυχείς συμπτώσεις, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος μεταφράζει Κάρβερ και μ’ αυτό περνάμε σε πιο γνώριμα εδάφη.
Τον Χ.Γιαννακόπουλο τον παρακολουθούσα από την εποχή των happyfew. Ήταν η εποχή που έφευγα από το ΕΜΠ. Το Πολυτεχνείο σίγουρα βρίθει ανθρώπων με τρομερό ενδιαφέρον, αλλά αν μιλούσες για λογοτεχνία σε αντιμετώπιζαν ως άρτι προσγειωθέν ούφο. Και στο εργασιακό μου περιβάλλον μετέπειτα εξαιρετικά σπάνιες ήταν οι γνωριμίες που μοιράζονταν την ίδια βιβλιο-εξάρτηση.
Έτσι, το να βρω την παρέα των happyfew, ανθρώπους με την ίδια εμμονή (και άλλες εμμονές εκείνοι, και άλλες διαφορετικές εγώ, αλλά με την ίδια διάθεση και ανάγκη να μιλάνε για βιβλία) ήταν ακριβώς αυτό που κοινότοπα λέμε όαση.
Ήταν κι ο υπέροχος τίτλος, αλλά και η παιχνιδιάρικη μετάφραση «χαπιφιώτες». Τους διάβαζα κι ένιωθα μέλος μιας εκλεκτής συντροφιάς που είχε την ευτυχία να παθιάζεται με υπέροχα διαβάσματα.
Εν συνεχεία παρακολούθησα ξεχωριστά ορισμένους, τον Αλέξη Σταμάτη, τον Γ.Ι.Μπαμπασάκη, τα (δε)κατα, τον Χ.Γιαννακόπουλο πιο πρόσφατα.
Μόλις τέλειωσα τη Μικρά Ικαρία. Δυο αποσπάσματα, το ένα από μνήμης:
- ο συγγραφέας επιβιβάζεται στο καράβι για την Ικαρία, η αγαπημένη του αποχαιρετώντας τον βάζει στο τεύχος της Propaganda κάτι που εκείνος αρχικά έχει θεωρήσει ασπρόμαυρη κάρτα. Όταν αναζητά την κάρτα για να τη διαβάσει διαπιστώνει ότι πρόκειται για εκτύπωση υπέρηχου, που απεικονίζει αυτόν που έχει ξεκινήσει να γίνεται ο Νικόλας. Και το δεύτερο:
- «Η διάθεσή μου να μιλάω για βιβλία δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μου»-κι αυτό αν δεν τα λέει όλα, λέει πολλά.