Η ιστορία έχει ως εξής: 1943, κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου 23χρονος Ρώσος τραυματίζεται στον εγκέφαλο από θραύσμα οβίδας. Μετά από παρατεταμένο κώμα συνέρχεται, αλλά είναι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.
Εξαιτίας του τραυματισμού του έχει ξεχάσει οτιδήποτε είχε μάθει ή ήξερε, έχει εκτεταμένες βλάβες μνήμης, δεν ξεχωρίζει το αριστερό από το δεξί, είναι ανίκανος να προσθέσει αριθμούς, να αναγνωρίσει γράμματα, να γράψει, να θυμηθεί λέξεις να περιγράψει εικόνες. Αυτό που δεν έχει θιγεί είναι η συνειδητοποίηση των ελλειμμάτων του, η επιθυμία και η ευαισθησία του στην εμπειρία και τις αποτυχημένες του προσπάθειες και η λυσσαλέα προσπάθεια να επανακάμψει.
Με βλαμμένη όραση, αποπροσανατολισμένος οπτικά και ακουστικά, πρακτικά αναλφάβητος βιώνει την καθημερινότητα ως μια εφιαλτική κατάσταση. «Όποτε προσπαθώ να αναλύσω κάτι και πρέπει να συγκεντρωθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ένταση της προσπάθειας να τα καταφέρω με πράγματα που δεν είναι σαφή μου φέρνει άγχος και με αναστατώνει».
Όμως είναι αποφασισμένος να μάθει να μιλάει να γράφει και να διαβάζει πάλι.
Η ανάγνωση προχωράει με αργούς ρυθμούς και δε βελτιώνεται θεαματικά με τα χρόνια.
Το γράψιμο εξελίσσεται σημαντικά καλύτερα, ο Ζ καταλήγει μετά από 20 χρόνια να έχει γράψει 3000 σελίδες (τις οποίες δεν μπορεί να διαβάσει), έχοντας βρει στο γράψιμο ένα νόημα να ζει.
Απόσπασμα δικό του: «Δουλεύοντας πάνω στην ιστορία της ζωής μου κάθε μέρα είχα την ελπίδα ότι θα μπορέσω να μιλήσω στους ανθρώπους γι’ αυτή την ασθένεια και να την ξεπεράσω.
Γράφοντας γι’ αυτήν και μελετώντας ο ίδιος, έχω βρει ένα τρόπο να σκέφτομαι, να απασχολούμαι, να εργάζομαι πάνω σε κάποιο αντικείμενο. Με καθησυχάζει, γι’ αυτό και συνεχίζω. Με τη συνεχή επανάληψη η ικανότητά μου να μιλώ βελτιώθηκε. Εξασκώντας τον εαυτό μου (με τη σκέψη και το γράψιμο) έφτασα στο σημείο να μπορώ να κάνω μια συζήτηση-τουλάχιστον για απλά, καθημερινά πράγματα.
Αυτό το γράψιμο είναι για τον εαυτό μου ο μόνος τρόπος να σκέφτομαι. Αν κλείσω αυτά τα σημειωματάρια είναι σαν να τα παρατάω. Γυρνάω κατευθείαν πίσω στην έρημο, σε αυτό τον κόσμο του «δεν ξέρω τίποτα», στον κόσμο του κενού και της αμνησίας.
Ίσως, σκέφτηκα, αν περιγράψω τη νόσο μου με περισσότερες λεπτομέρειες και δώσω στους γιατρούς μια έκθεση για το τι συνέβη να με καταλάβουν. Κι από τη στιγμή που θα καταλάβουν εμένα και την αρρώστια μου, τότε σίγουρα θα μπορούν και να τη θεραπεύσουν. Εξάλλου, όταν ήμουν στο νοσοκομείο, δεν ήμουν ικανός να θυμηθώ και να τους πω τι με ενοχλούσε και έτσι ίσως να μην είχαν συνειδητοποιήσει ότι υποφέρω, αφού δεν μπορούσα να τους μιλήσω αναλυτικά».
Καλό δεν είναι?